- οινοπνευματομέτρηση
- [-ις (-εως)], οινοπνευματομέτρία η1) измерение крепости вин; 2) определение наличия алкоголя в жидкости
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οινοπνευματομέτρηση — και οινοπνευματομετρία, η ο προσδιορισμός με το οινοπνευματόμετρο τής περιεκτικότητας τών αλκοολούχων ποτών σε οινόπνευμα, αλλ. αλκοολομετρία … Dictionary of Greek
οινοπνευματομετρία — η η οινοπνευματομέτρηση, η αλκοολομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + μετρία (< μέτρης < μέτρο] … Dictionary of Greek